- σταφυλεπάρτης
- στᾰφῠλ-επάρτης, ου, ὁ, ([etym.] ἐπαίρω) = foreg., Id.3.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταφυλεπάρτης — ὁ, ΜΑ η σταφυλάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἐπάρτης (< ἐπαίρω «σηκώνω»)] … Dictionary of Greek
σταφυλεπάρτου — σταφυλεπάρτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)